κατώβλεψ

κατώβλεψ
κατῶβλεψ, -επος και κατωβλέπων, -οντος, ὁ και κατωβλέπον, τὸ (Α)
κοιλόκερο θηλαστικό με καμπυλωτό αυχένα, κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω και θυσανωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -βλεψ (< βλέπω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • κατωβλέπον — κατωβλέπον, τὸ (Α) βλ. κατώβλεψ …   Dictionary of Greek

  • κατωβλέπων — (Α) βλ. κατώβλεψ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”